Ημερολόγιο

Η σελίδα μου στο facebook

Σαν σήμερα

Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Κείμενα Γ' Γυμνασίου : Ερωτόκριτος (Βιτσέντζος Κορνάρος)

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
 

 ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (η εισαγωγή)
τραγούδι : Νίκος Ξυλούρης
"Του κύκλου τα γυρίσματα π'ανεβοκατεβαίνου,
και του τροχού,π'ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνου.
με του καιρού τ'αλλάματα,π'αναπαημό δεν έχου,
μα στο καλό κι εις το κακό περιπατού και τρέχου.
και των αρμάτω οι ταραχές,οχθρίτες και τα βάρη,
του έρωτα οι μπόρεσες και τση φιλιάς η χάρι,
αυτάνα μ'εκινήσασι την σήμερον ημέρα
ν'αναθιβάλω και να πω τα κάμαν και τα φέρα
'ς μιαν κόρη κι έναν άγγουρο,που μπερδευτήκα ομάδι,
σε μια φιλιάν αμάλαγη με δίχως ασκημάδι'
κι όποιος του πόθου δούλεψε είσε καιρόν κιανένα,
ας έρθη να τ'αφουκραστή ό,τ'είναι εδώ γραμμένα.."




 ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (Τα θλιβερά μαντάτα)
τραγούδι : Γιάννης Χαρούλης
Ο Ερωτόκριτος πληροφορεί την Αρετούσα για την απόφαση του πατέρα της να τον εξορίσει εντός τριών ημερών. Ταυτόχρονα ορκίζεται να την αγαπάει αιώνια...
Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
π’ ο κύρης σου μ' εξόρισε σ' τση ξενιτιάς τη στράτα;
Τέσσερεις μέρες μοναχά μού δωκε ν’ ανιμένω
Κι’ απόκει να ξενητευτώ πολλά μακρά να πηαίνω
και πώς να σ' αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο ξορισμόν εκείνο;
Κατέχω το κι’ ο κύρης σου γλήγορα σε παντεύει
Ρηγόπουλο, Αφεντόπουλο, σαν είσαι συ γυρεύει
και δε μπορείς ν’ αντθισταθής στα θέλουν οί γονείς σου
νικούν τηνε τή γνώμη σου κι’ αλλάσει η όρεξή σου
Μιά χάρη Αφέντρα σου ζητώ κι’ εκείνη θέλω μόνο
καί μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω
την ώρα π’ αρραβωνιστής να βαραναστενάξης
κι’ όντε σα νύφη στολιστήςσαν παντρεμένη αλλάξης
ν’ αναδακρυώσης καί να πής, Ρωτόκριτε καημένε
τα σού ταζα λησμόνησα, τα θέλες μπλιό δέ έναι.
Λησμόνησε παντοτινά και διώξε κάθε ελπίδα
και πες πως δε με γνώρισες μητέ κι εγώ πως σ'είδα.
Κάλλια ’χω σε με θάνατο παρ’ άλλη με ζωή μου
Γιά σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου
!



ΜΕΛΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΟΙΗΣΗ : ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (Οι μονομάχοι)
τραγούδι : Αλκίνοος Ιωαννίδης
Ο ποιητής παρουσιάζει τους μονομάχους που θα διεκδικήσουν την Αρετούσα

 ΑΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ ΜΥΤΙΛΗΝΗΣ
Μέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν' αναγαλλιάσει η Χώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού' όσοι πέσουν.
Ο πρώτος οπού μ' Αφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ' Αφεντόπουλον από τη Μυτιλήνη.
Εις ένα-ν άλογο ψαρό πιτήδειος Καβαλάρης,
όμορφος, αξαζόμενος, κ' ερωτοδιωματάρης.
Τα ρούχα οπού σκεπάζασι 'ποπάνω τ' άρματά του,
μπλάβα με τ' άστρα τα χρουσά [ήσα' για] φορεσά του.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΕΘΩΝΗΣ
Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ' όμορφο Καβαλάρη.
Τ' όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.
Τούτ' ήταν τ' Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά'χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.
Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Και τ' όνομά του το γλυκύ το λέγαν Νικοστράτη,
η φορεσιά του ήταν χρυσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Με σπούδα και με βιά πολλή επρόβαλε ως λιοντάρι
ο Αφέντης της Μακεδονιάς, τ' όμορφο παλικάρι.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.
Τραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυχτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος.

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ
Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κ' ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ' ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κ' εβγήκε από'να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα' σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ' λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σα δάση,
το μπλάβο, πέτρες [χάλαβρο], που μπόρειε να γελάσει

ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ – ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Ο Αφέντης της Σκλαβουνιάς
Πάντ' έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κ' ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧
Της Κύπρου το Ρηγόπουλο
Κ[υπρίδη]μος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Με μιά βροντή και μιά αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π' όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ' ανθρώπους.
Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ' άρματά του λάμπου',
κ' ήσα' γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ' ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κ' ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κ' εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.


ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου)
ΠΟΙΗΤΗΣ
188   §Εκείνη η μέρα επέρασε, κ' η άλλη ξημερώνει,
        κι ο Κύρης του Ρωτόκριτου γλυκαίνει και μερώνει.       
Δε θέλει πλιό να καρτερεί, κι ο Γιός του να'χει κρίση,
        μα εβάλθηκε την προξενιάν ετούτη να μιλήσει.
Επήγεν εις του Βασιλιού, να τον-ε δικιμάσει,          895
        κ' ελόγιαζεν από μακρά με ξόμπλια να τον πιάσει.
Αγάλια-αγάλια αρχίνισεν αποκοτιά να παίρνει,       
        και μιάν και κι άλλη αθιβολή αλλοτινήν τού φέρνει.

                ΠEΖΟΣΤΡΑΤΟΣ
Λέγει• "Στους παλαιούς καιρούς, που'σα' μεγάλοι ανθρώποι,
        τα πλούτη και Βασίλεια εκράζουνταν-ε κόποι,  900
'πειδή ετιμούσανε πολλά της αρετής τη χάρη,
        παρά τσι χώρες, τσ' Αφεντιές, τα πλούτη, το λογάρι.       
K' εσμίγασι τα τέκνα τως οι Αφέντες οι μεγάλοι
        με τους μικρούς, οπού'χασι γνώσιν, αντρειά, και κάλλη.
Όλα τα πλούτη κι Αφεντιές εσβήνουν και χαλούσι,  905
        κι όντεν αλλάσσουνται οι Καιροί, συχνιά τα καταλούσι.
Μα η γνώση εκεί οπού βρίσκεται, και τσ' αρετής τα δώρα,      
        ξάζου' άλλο παρά Βασιλειά, παρά χωριά, και Χώρα.
Ουδ' ο Τροχός δεν έχει εξάν, ως θέλει να γυρίσει,
        τη γνώσιν και την αρετήν ποτέ να καταλύσει."  910

                ΠΟΙΗΤΗΣ
K' ήφερνε ξόμπλια από μακρά, πράματα περασμένα,
        και καταπώς του σάζασι, τα'λεγεν ένα-ν ένα.       
Με τούτες τσι παραβολές αγάλια-αγάλια σώνει
        εις το σημάδι το μακρύ, κ' ήρχισε να ξαμώνει.
Αποκοτά δυό-τρεις φορές να το ξεφανερώσει,  915
        κι οπίσω τον εγιάγερνε κ' εκράτειεν τον η γνώση.
Στο ύστερον ενίκησεν η Αγάπη του Παιδιού του,      
        και φανερώνει τα κουρφά και τα χωστά του νου του.
                ΡΗΓΑΣ
Μα ως ενεχάσκισε να πει την προξενιάν του γάμου,
        του λέγει ο Ρήγας• "Πήγαινε, και φύγε από κοντά μου!  920
189   Πώς εβουλήθης κ' είπες το, λωλέ, μισαφορμάρη,
        γυναίκα του ο Ρωτόκριτος την Αρετή να πάρει;       
Φύγε το γληγορύτερο, και πλιό σου μην πατήσεις
        εις την Αυλήν του Παλατιού, και κακοθανατίσεις!
Γιατί σε βλέπω ανήμπορο, γιαύτος δε σε ξορίζω,    925
        μα ο γιός σου μην πατήσει πλιό στους τόπους οπ' ορίζω.
Τέσσερεις μέρες, κι όχι πλιά, του δίδω να μισέψει,       
        τόπους μακρούς κι αδιάβατους ας πάγει να γυρέψει.
Και μην πατήσει, ώστε να ζω, στα μέρη τα δικά μου,
        αλλιώς του δίδω Θάνατο για χάρισμα του γάμου.  930
K' εκείνο που αποκότησες κ' είπες τούτην την ώρα,
        μη γρικηθεί, μην ακουστεί σ' άλλο εδεπά στη Χώρα,       
και κάμω πράμα-ν εις εσέ, οπού να μη σ' αρέσει,
        να τρέμου' όσοι τ' ακούσουνε, κ' εκείνοι οπού το λέσι.
Δε θέλω πλιό να σου μιλώ• στο Ρήγα δεν τυχαίνει  935
        τα τόσα να πολυμιλεί. Κι απόβγαλ' τον, να πηαίνει."


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου